- σκεπτοσύνη
- σκεπ-τοσύνη, ἡ, poet. for σκέψις, Timo 59.4, Cerc.9.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκεπτοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *σκεπτός (πρβλ. λεπτοσύνη: λεπτός)] … Dictionary of Greek
σκεπτοσύνης — σκεπτοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτοσύνας — σκεπτοσύνᾱς , σκεπτοσύνη fem acc pl σκεπτοσύνᾱς , σκεπτοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)